τήθας

τήθας
τήθᾱς , τήθη
grandmother
fem acc pl
τήθᾱς , τήθη
grandmother
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηθάς — τηθά̱ς , τηθή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήθη — και τηθή, ἡ, ΜΑ και ιων. τ. τῆθα, Α 1. γιαγιά (α. «Λυσαρέτης τῆς ἐμῆς τήθης», Δημοσθ. β. «πάππους τε καὶ τηθάς», Πλατ.) 2. τροσός, παραμάνα («τῇ ὅθεν καὶ τήθη ἡ λέγουσα δέξαι, θήλασον », Σχόλ.Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”